αράλια

αράλια
(aralia). Ονομασία που αποδίδεται σε πολυάριθμα ποώδη φυτά ή θάμνους της οικογένειας των αραλιιδών. Τα περισσότερα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για τα ωραία τους μεγάλα έλλοβα φύλλα. Οι α., κυρίως η φατσία η ιαπωνική, καλλιεργούνται ως φυτά θερμοκηπίου και εσωτερικών χώρων· το είδος αυτό έχει μεγάλα φύλλα, σκληρά, έλλοβα, παλαμοειδή ή σύνθετα παλαμοσχιδή οδοντωτά, με χρώμα ανοιχτό πράσινο. Μερικές α. έχουν αγκαθωτό βλαστό. Στην οικογένεια των αραλιιδών ανήκουν επίσης τα γένη φατσία και χέδερα, ο κοινός κισσός. Η ιαπωνική αράλια, καλλιεργείται συχνά για καλλωπιστικούς σκοπούς (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”